Χεροκέζοι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Χεροκέζοι | ||
γενική | των | Χεροκέζων | ||
αιτιατική | τους | Χεροκέζους | ||
κλητική | Χεροκέζοι | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χεροκέζοι < (άμεσο δάνειο) γερμανική Cherokesen
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χεροκέζοι αρσενικό, συνήθως στον πληθυντικό
- ('καθαρεύουσα', παρωχημένο, εθνωνύμιο) οι Τσερόκι, λαός αυτοχθόνων της Βορείου Αμερικής
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Χεροκέζοι
|