Συκιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Συ‐κιά
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Συκιά < γενική ενικού του αρσενικού Συκιάς
Κύριο όνομα 1 επεξεργασία
Συκιά θηλυκό
Μεταγραφές επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Συκιά < καθαρεύουσα Συκέα. → δείτε τη λέξη συκιά
Κύριο όνομα 2 επεξεργασία
Συκιά θηλυκό