Δείτε επίσης: Συκιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συκιά οι συκιές
      γενική της συκιάς των συκιών
    αιτιατική τη συκιά τις συκιές
     κλητική συκιά συκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια συκιά με μερικούς καρπούς.

  Ετυμολογία επεξεργασία

συκιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική συκ(ῆ), συνηρημένος τύπος του συκέα + -ιά[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐κιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συκιά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Η συκαμινιά σχετίζεται παρετυμολογικά.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία