Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σαουδαράβισσα οι Σαουδαράβισσες
      γενική της Σαουδαράβισσας των Σαουδαραβισσών
    αιτιατική τη Σαουδαράβισσα τις Σαουδαράβισσες
     κλητική Σαουδαράβισσα Σαουδαράβισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαουδαράβισσα < Σαουδάραβας + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαουδαράβισσα θηλυκό

(εθνικό όνομα) θηλυκό του Σαουδάραβας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σαουδάραβας