Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαουδαραβικός η σαουδαραβική το σαουδαραβικό
      γενική του σαουδαραβικού της σαουδαραβικής του σαουδαραβικού
    αιτιατική τον σαουδαραβικό τη σαουδαραβική το σαουδαραβικό
     κλητική σαουδαραβικέ σαουδαραβική σαουδαραβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαουδαραβικοί οι σαουδαραβικές τα σαουδαραβικά
      γενική των σαουδαραβικών των σαουδαραβικών των σαουδαραβικών
    αιτιατική τους σαουδαραβικούς τις σαουδαραβικές τα σαουδαραβικά
     κλητική σαουδαραβικοί σαουδαραβικές σαουδαραβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαουδαραβικός < Σαουδική Αραβία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

σαουδαραβικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία