Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Παλληναῖος Παλληναί τὸ Παλληναῖον
      γενική τοῦ Παλληναίου τῆς Παλληναίᾱς τοῦ Παλληναίου
      δοτική τῷ Παλληναί τῇ Παλληναί τῷ Παλληναί
    αιτιατική τὸν Παλληναῖον τὴν Παλληναίᾱν τὸ Παλληναῖον
     κλητική ! Παλληναῖε Παλληναί Παλληναῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Παλληναῖοι αἱ Παλληναῖαι τὰ Παλληναῖ
      γενική τῶν Παλληναίων τῶν Παλληναίων τῶν Παλληναίων
      δοτική τοῖς Παλληναίοις ταῖς Παλληναίαις τοῖς Παλληναίοις
    αιτιατική τοὺς Παλληναίους τὰς Παλληναίᾱς τὰ Παλληναῖ
     κλητική ! Παλληναῖοι Παλληναῖαι Παλληναῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Παλληναίω τὼ Παλληναί τὼ Παλληναίω
      γεν-δοτ τοῖν Παλληναίοιν τοῖν Παλληναίαιν τοῖν Παλληναίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παλληναῖος < Παλλήν(η) + -αῖος

  Επίθετο επεξεργασία

Παλληναῖος, -α, -ον

  Πηγές επεξεργασία