Μυρσίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μυρσίνη | οι | Μυρσίνες |
γενική | της | Μυρσίνης | των | Μυρσινών |
αιτιατική | τη | Μυρσίνη | τις | Μυρσίνες |
κλητική | Μυρσίνη | Μυρσίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Μυρσίνη < μυρσίνη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μυρσίνη θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μυρσίνη
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Μυρσίνη < γενική ενικού του αρσενικού Μυρσίνης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μυρσίνη θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
γυναικεία επώνυμα:
Μεταγραφές επεξεργασία
Ετυμολογία 3 επεξεργασία
- Μυρσίνη : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Μυρσίνη αρσενικό