Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αμέρσα οι Αμέρσες
      γενική της Αμέρσας
    αιτιατική την Αμέρσα τις Αμέρσες
     κλητική Αμέρσα Αμέρσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αμέρσα < Μυρσίνη [1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αμέρσα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ο κλινικός ψυχολόγος Νικόλας Εύζωνας (Nicolas Evzonas), διδάσκων στο Université Paris Cité, έχει διατυπώσει την άποψη πως αρχικά, η λέξη Αμέρσα ήταν παραφθορά της αρχαιοελληνικής Ἀμαρυσία, που συνιστούσε «επωνυμία της ελεύθερης από τον ανδρικό ζυγό θεάς Άρτεμης», η οποία (Αμέρσα) συνδέθηκε στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση με την Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα και, συνεπώς, με τη μύρτο ως σύμβολο αγνότητας. Βλ. «Η Φόνισσα ως ψυχοσωματική ομολογία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη», Ελληνικά 65,2 (2015), σ. 332 [1].