Μπενεβέντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /be.neˈven.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπε‐νε‐βέ‐ντο
Μεταγραφή επεξεργασία
Μπενεβέντο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μπενεβέντο
|