Δείτε επίσης: λόφος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λόφος οι Λόφοι
      γενική του Λόφου των Λόφων
    αιτιατική τον Λόφο τους Λόφους
     κλητική Λόφε Λόφοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λόφος < λόφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λό‐φος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λόφος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λόφος οἱ Λόφοι
      γενική τοῦ Λόφου τῶν Λόφων
      δοτική τῷ Λόφ τοῖς Λόφοις
    αιτιατική τὸν Λόφον τοὺς Λόφους
     κλητική ! Λόφε Λόφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λόφω
γεν-δοτ τοῖν  Λόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λόφος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λόφος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία