Δείτε επίσης: κορώνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈɾo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐ρώ‐να

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Κορώνα < γενική ενικού του αρσενικού Κορώνας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κορώνα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κορώνα οι Κορώνες
      γενική της Κορώνας των Κορωνών
    αιτιατική την Κορώνα τις Κορώνες
     κλητική Κορώνα Κορώνες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κορώνα < κορώνα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κορώνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 243



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κορώνα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κορώνα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία