Κορώνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈɾo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐ρώ‐να
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Κορώνα < γενική ενικού του αρσενικού Κορώνας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κορώνα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κορώνα | οι | Κορώνες |
γενική | της | Κορώνας | των | Κορωνών |
αιτιατική | την | Κορώνα | τις | Κορώνες |
κλητική | Κορώνα | Κορώνες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κορώνα < κορώνα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κορώνα θηλυκό
- κορυφή βουνού της Αττικής στο όρος Πατέρας[1]
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 243
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κορώνα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κορώνα θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 2000 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.B: Central Greece: From the Megarid to Thessaly, Oxford: Oxford University Press