Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κοκκινόβραχος οι Κοκκινόβραχοι
      γενική του Κοκκινόβραχου των Κοκκινόβραχων
    αιτιατική τον Κοκκινόβραχο τους Κοκκινόβραχους
     κλητική Κοκκινόβραχε Κοκκινόβραχοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κοκκινόβραχος < κοκκινό- + βράχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.ciˈno.vɾa.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κοκ‐κι‐νό‐βρα‐χος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κοκκινόβραχος αρσενικό

  1. οικισμός της Αττικής
     συνώνυμα: Λιοσάτι
  2. συνοικία στο Κερατσίνι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία