Κοίλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κοίλη | ||
γενική | της | Κοίλης | ||
αιτιατική | την | Κοίλη | ||
κλητική | Κοίλη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κοίλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κοίλη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈci.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κοί‐λη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοίλη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Κοίλη | ||
γενική | τῆς | Κοίλης | ||
δοτική | τῇ | Κοίλῃ | ||
αιτιατική | τὴν | Κοίλην | ||
κλητική ὦ! | Κοίλη | |||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοίλη θηλυκό
- δήμος των Αθηνών
- μέρος του ονόματος: Κοίλη Συρία
Πηγές επεξεργασία
- Κοίλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κοίλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.