Δείτε επίσης: Δάρρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈða.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δά‐ρα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Δάρα < γενική ενικού του αρσενικού Δάρας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δάρα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Δάρα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δάρα θηλυκό

  • χωριό της Τροιζηνίας, πρώην ονομασία της Τακτικούπολης[1]
    ※  Οι κάτοικοι του δυτικού τμήματος της γεωγραφικής αυτής περιοχής, απόλυτα εξαρτημένοι από την πεδιάδα και γι' αυτό εκτεθειμένοι στην επιχωριάζουσα ελονοσία, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα κατανέμονταν στις ακόλουθες πληθυσμιακές συναθροίσεις: στον Δαμαλά, στην Κοκκινιά, στο Βίδι, στον Πασά, στα Μαζώματα, στη Δάρα και στο Βαλαριό.
    Ευάγγελος Τόλης, Δημογραφικές όψεις του Πόρου (19ος αιώνας), διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, 2012

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Δάρα αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 206, 28 Σεπτεμβρίου 1927