Δείτε επίσης: γκρας, Γρᾶς, Γκρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Γκρας < (μεταγραφή) γερμανική Grass, αγγλική Grass

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γκρας αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γκρας οι Γκράδες
      γενική του Γκρα των Γκράδων
    αιτιατική τον Γκρα τους Γκράδες
     κλητική Γκρα Γκράδες
Είναι μονοσύλλαβο και δε φέρει τόνο.
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γκρας < γκρας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γκρας αρσενικό (θηλυκό Γκρα)

Μεταγραφές επεξεργασία

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

Γκρας < (άμεσο δάνειο) γαλλική Grasse

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γκρας ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία