Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γκιγιόμ: μεταγραφή για τη γαλλική Guillaume

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɟiˈʝom/

  Μεταγραφή επεξεργασία

Γκιγιόμ άκλιτο

  1. ανδρικό όνομα, ο Γουλιέλμος
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), από το παραπάνω όνομα (αρχικά πατρωνυμικό)

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία