Δείτε επίσης: γουλιέλμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γουλιέλμος οι Γουλιέλμοι
      γενική του Γουλιέλμου των Γουλιέλμων
    αιτιατική τον Γουλιέλμο τους Γουλιέλμους
     κλητική Γουλιέλμε Γουλιέλμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γουλιέλμος < (λόγιο δάνειο) γαλλική Guillaume.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Συγγενικά: γερμανικά Wilhelm < απώτατη αρχή: πρωτογερμανική *Wiljahelmaz → και δείτε  Gulielmus στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣu.liˈel.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γου‐λι‐έλ‐μος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γουλιέλμος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Γουλιέλμου)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

για το επώνυμο:'