Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γένεση οι Γενέσεις
      γενική της Γένεσης* των Γενέσεων
    αιτιατική τη Γένεση τις Γενέσεις
     κλητική Γένεση Γενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Γενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γένεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Γένεσις < αρχαία ελληνική γένεσις,

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Γένεση θηλυκό, μόνο στον ενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • η Γένεση περιλαμβάνεται στα λεγόμενα πρωτοκανονικά βιβλία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία