Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βελοσιράπτορας οι Βελοσιράπτορες
      γενική του Βελοσιράπτορα των Βελοσιραπτόρων
    αιτιατική τον Βελοσιράπτορα τους Βελοσιράπτορες
     κλητική Βελοσιράπτορα Βελοσιράπτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αναπαράσταση Βελοσιράπτορα

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βελοσιράπτορας < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Velociraptor < λατινική velox (γρήγορος) + raptor (κλέφτης)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βελοσιράπτορας αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία