Δείτε επίσης: βάκχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βάκχος οι Βάκχοι
      γενική του Βάκχου των Βάκχων
    αιτιατική τον Βάκχο τους Βάκχους
     κλητική Βάκχε Βάκχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
άγαλμα του Βάκχου

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βάκχος < αρχαία ελληνική Βάκχος < θρακική

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βάκχος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) προσωνυμία του θεού Διονύσου
  2. ανδρικό όνομα
  3. → δείτε τη λέξη βάκχος πότης, ακόλαστος, άσωτος, περιπαιχτικός, μη εγκρατής

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βάκχος οἱ Βάκχοι
      γενική τοῦ Βάκχου τῶν Βάκχων
      δοτική τῷ Βάκχ τοῖς Βάκχοις
    αιτιατική τὸν Βάκχον τοὺς Βάκχους
     κλητική ! Βάκχε Βάκχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βάκχω
γεν-δοτ τοῖν  Βάκχοιν
Το θεωνύμιο, στον ενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βάκχος < θρακική

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βάκχος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο στον ενικό) προσωνυμία του θεού Διονύσου
  2. ανδρικό όνομα