Αρίφη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αρίφη < γενική ενικού του αρσενικού Αρίφης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈɾi.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρί‐φη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αρίφη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Αρίφη αρσενικό