Αρίφης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αρίφης < οθωμανική τουρκική عارف (arif, μορφωμένος, με γνώσεις, εξπέρ & ανδρικό όνομα) (τουρκικά Arif, όνομα) + -ης < αραβική عَارِف (ʿārif) [1] (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈɾi.fis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρί‐φης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αρίφης (θηλυκό Αρίφη)
- ανδρικό επώνυμο
- ※ Γενεαλογική καταγωγή, όπου η φάρα χαρακτηρίζεται από το όνομα του γενάρχη. Π.χ. Νταλιπέ (Νταλιπαίοι), Αριφέ (Αριφαίοι) κοκ (Καλογιάννης Ιωάννης, Πτυχιακή Εργασία Οι Τσιγγάνοι Στην Ελλάδα. Ο Ρόλος Της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Στις Διαδικασίες Ενσωμάτωσης Και Ένταξής Τους Στην Ελληνική Κοινωνία. Περίπτωση Μελέτης Δήμου Ερέτριας, ΤΕΙ Καλαμάτας Σχολή Διοίκησης Και Οικονομίας, Καλαμάτα, 2002 [1])
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ عارف (Arabic) στο αγγλικό Βικιλεξικό