œsophagien
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- œsophagien < œsophage
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | œsophagien | œsophagiens |
θηλυκό | œsophagienne | œsophagiennes |
œsophagien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | œsophagien | œsophagiens |
θηλυκό | œsophagienne | œsophagiennes |
œsophagien (fr)