Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

œsophage < ysofague < αρχαία ελληνική οἰσοφάγος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ezɔfaʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
œsophage œsophages

œsophage (fr) αρσενικό