surprendre
(Ανακατεύθυνση από être surpris)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /syʁ.pʁɑ̃dʁ/
- ⓘ
Ρήμα επεξεργασία
surprendre (fr)
- εκπλήσσω, παραξενεύω, καταπλήσσω, αιφνιδιάζω, ξαφνιάζω
- (pronominal: αντωνυμικό) παραξενεύομαι, ξαφνιάζομαι, εκπλήσσομαι