étal
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
étal | étals |
Ουσιαστικό επεξεργασία
étal (fr) αρσενικό
- το εκθετήριο πλανόδιων μικροπωλητών, ο πάγκος
- ο πάγκος ενός κρεοπώλη
- (κατ’ επέκταση) η παραγωγή κρέατος
ενικός | πληθυντικός |
étal | étals |
étal (fr) αρσενικό