Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
étaleuse étaleuses

  Ουσιαστικό επεξεργασία

étaleuse (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη étal