zozotant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | zozotant | zozotants |
θηλυκό | zozotante | zozotantes |
Επίθετο
επεξεργασίαzozotant (fr)
- (οικείο) που ψευδίζει
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | zozotant | zozotants |
θηλυκό | zozotante | zozotantes |
zozotant (fr)