zozo
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
zozo | zozos |
zozo (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- elle est un peu zozo, celle-là - είναι λίγο χαζούλα αυτή
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
zozo | zozos |
zozo (fr) αρσενικό
- (οικείο) ο χαζούλης, το βλίτο
- qui est le maudit zozo qui a placé ça là ? ~ ποιο άθλιο βλίτο το έβαλε αυτό εκεί;
- (οικείο) οποιοδήποτε άτομο, ένας τύπος