zénithal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- zénithal < zénith
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | zénithal | zénithaux |
θηλυκό | zénithale | zénithales |
zénithal (fr)
![]() |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | zénithal | zénithaux |
θηλυκό | zénithale | zénithales |
zénithal (fr)