yacht
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
yacht | yachts |
Ουσιαστικό επεξεργασία
yacht (en)
- (ναυτικός όρος) το γιοτ, η θαλαμηγός
- ↪ We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.
- Θα συναντήσουμε για μεσημεριανό και το απόγευμα θα κάνουμε βόλτα με το γιοτ.
- ↪ We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
yacht (fr)
- (ναυτικός όρος) το γιοτ, η θαλαμηγός, το κότερο
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
yacht < (άμεσο δάνειο) αγγλική yacht
Ουσιαστικό επεξεργασία
yacht (it)