warp
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
warp (en)
Ρήμα επεξεργασία
warp (en)
- (μεταφορικά) διαστρεβλώνω, αλλοιώνω
- (αμετάβατο) σκεβρώνω, στραβώνω, παραμορφώνομαι
- (μεταβατικό) παραμορφώνω, σκεβρώνω
Εκφράσεις επεξεργασία
- at warp speed
- be/caught/locked/trapped/stuck in a time warp