Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραμορφώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος παραμορφώνω

  Ρήμα επεξεργασία

παραμορφώνομαι

  1. αλλάζω τη μορφή μου προς το χειρότερο
     συνώνυμα:: αλλοιώνομαι
  2. (μεταφορικά) αλλάζω σαν ιδέα ή αλήθεια (χρησιμοποίεται κυρίως στο γ' πρόσωπο)
     συνώνυμα:: παραποιούμαι, διαστρεβλώνομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία