Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλοιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αλλοιώνω

  Ρήμα επεξεργασία

αλλοιώνομαι

  1. μεταβάλλεται η ουσία μου
  2. σαπίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία