vulgarisé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vulgarisé | vulgarisés |
θηλυκό | vulgarisée | vulgarisées |
Επίθετο επεξεργασία
vulgarisé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vulgarisé | vulgarisés |
θηλυκό | vulgarisée | vulgarisées |
vulgarisé (fr)