viscéral
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- viscéral < λατινική visceralis
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | viscéral | viscérals |
θηλυκό | viscérale | viscérales |
viscéral (fr)
- σπλαγχνικός
- (μεταφορικά) (για συναισθήματα) εσωτερικός και έντονος