Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

villageoise < θηλυκό του villageois

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
villageoise villageoises

villageoise (fr) θηλυκό