Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vicinal < λατινική vicinalis < vicinus (γείτονας) < vicus (χωριό)

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vicinal vicinaux
θηλυκό vicinale vicinales

vicinal (fr)

  • που βρίσκεται ανάμεσα σε χωριά
    chemin vicinal - δρόμος ανάμεσα σε χωριά