Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vespa < λατινική vespa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wobʰseh₂ ‎(σφήκα) < *webʰ- ‎(υφαίνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vespa vespe

vespa (it) θηλυκό

  1. (εντομολογία) η σφήκα
  2. η βέσπα, γνωστό μοντέλο σκούτερ

Συγγενικά επεξεργασία


Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vespa < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vespa (la) θηλυκό

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική vespa vespae
γενική vespae vespārum
δοτική vespae vespīs
αιτιατική vespam vespās
κλητική vespa vespae
αφαιρετική vespā vespīs
(α' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία


Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vespa (pt) θηλυκό

  1. (εντομολογία) η σφήκα
  2. γνωστό μοντέλο σκούτερ