usury
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία en επεξεργασία
μεσοαγγλικά: usury < αγγλονορμανδικά γαλλικά: usurie ή μεσαιωνικά λατινικά usuria < λατινικά: usura < usus ‘η χρήση’ (βλ. use)
Προφορά επεξεργασία
/ˈjuːʒ(ə)ri/
Ουσιαστικό επεξεργασία
usury
- τοκογλυφία
- δάνειο με εκμεταλλευτικό-απαράδεκτο-υπέρογκο επιτόκιο