tuile
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tuile | tuiles |
tuile (fr) θηλυκό
- το κεραμίδι, η κεραμίδα
- καθεμιά από τις μεταλλικές πλάκες μιας ερπύστριας
- πτι-φουρ με μορφή κεραμιδιού
- (μεταφορικά) (οικείο) κακοτυχία, αναποδιά
- ≈ συνώνυμα: catastrophe, malchance, (οικείο) guigne