trinkebla
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trinkebla | trinkeblaj |
αιτιατική | trinkeblan | trinkeblajn |
trinkebla (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trinkebla | trinkeblaj |
αιτιατική | trinkeblan | trinkeblajn |
trinkebla (eo)