Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πόσιμος η πόσιμη το πόσιμο
      γενική του πόσιμου της πόσιμης του πόσιμου
    αιτιατική τον πόσιμο την πόσιμη το πόσιμο
     κλητική πόσιμε πόσιμη πόσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πόσιμοι οι πόσιμες τα πόσιμα
      γενική των πόσιμων των πόσιμων των πόσιμων
    αιτιατική τους πόσιμους τις πόσιμες τα πόσιμα
     κλητική πόσιμοι πόσιμες πόσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόσιμος < (ελληνιστική κοινήπόσιμος < αρχαία ελληνική πίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₃-

  Επίθετο επεξεργασία

πόσιμος, -η, -ο

  • που μπορεί κάποιος να το πίνει (χωρίς αρνητικές συνέπειες) ή που προορίζεται για αυτή τη χρήση
    μερικοί πιστεύουν ότι το νερό από τη βρύση δεν είναι πόσιμο

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη πίνω

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία