transparent
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | transparent |
συγκριτικός | more transparent |
υπερθετικός | most transparent |
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
transparent (en)
- διαφανής, διάφανος, που μου επιτρέπει να το δω μέσα από αυτό
- ↪ a transparent material - διαφανές ύφασμα
- ≈ συνώνυμα: clear και diaphanous
- διαφανής, ολοφάνερος, ειδικά για μια δικαιολογία, ένα ψέμα κτλ. που μπορώ εύκολα να δω είναι ψευδής και μου επιτρέπει να δω εύκολα την αλήθεια
- ξεκάθαρος, για γλώσσα ή πληροφορίες που μπορώ να καταλάβω εύκολα
- (πληροφορική) διαφανής, λειτουργία μη αντιληπτή από τον χρήστη
- (υλικό υπολογιστή) διαφανής
Αντώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transparent | transparents |
θηλυκό | transparente | transparentes |
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
transparent (fr)