trésorier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trésorier | trésoriers |
θηλυκό | trésorière | trésorières |
trésorier (fr)
- θησαυροφύλακας
- υπεύθυνος του ταμείου μιας οργάνωσης, σωματείου, κλπ.