torture
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
torture | tortures |
Ουσιαστικό επεξεργασία
torture (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το βασανιστήριο
- ↪ He broke under the torture.
- Έσπασε κάτω από τα βασανιστήρια.
- ↪ He broke under the torture.
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
torture (fr)
- το βασανιστήριο, o βασανισμός