Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βασανισμός οι βασανισμοί
      γενική του βασανισμού των βασανισμών
    αιτιατική τον βασανισμό τους βασανισμούς
     κλητική βασανισμέ βασανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασανισμός < αρχαία ελληνική βασανισμός < βασανίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βασανισμός αρσενικό

  • η ενέργεια του βασανίζω, το βασανιστήριο
    η Διεθνής Αμνηστία κατήγγειλε βασανισμούς κρατουμένων στις φυλακές αυτής της χώρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία