Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tibétain tibétains
θηλυκό tibétaine tibétaines

tibétain (fr)

  1. θιβετιανός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tibétain (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. τα θιβετιανά, η θιβετιανή γλώσσα