thought-provoking
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | thought-provoking |
συγκριτικός | more thought-provoking |
υπερθετικός | most thought-provoking |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈθɔːt.prəˈvəʊk.ɪŋ/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈθɑːt.prəˌvoʊk.ɪŋ/ (ΗΠΑ)
Επίθετο επεξεργασία
thought-provoking (en)
- που διεγείρει προσεκτική σκέψη ή προσοχή ∙ ενδιαφέρων
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- thought-provoking - Cambridge Dictionary online
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
- thought-provoking - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)