Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tenable tenables

  Επίθετο επεξεργασία

tenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) που μπορεί να κρατηθεί, να υπερασπιστεί για κάποιο χρονικό διάστημα
  2. υποφερτός